προσημειούμαι

προσημειούμαι
-όομαι, ΜΑ
βλ. προσημειώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσημειώνω — προσημειοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ νεοελλ. 1. σημειώνω, αναγράφω κάτι εκ τών προτέρων 2. (νομ.) ενεργώ προσημείωση, εγγραφή υποθήκης σε κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο μσν. παθ. προσημειοῡμαι, όομαι έχω προσημειωθεί, έχει γίνει για μένα γραπτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”